- υφυπουργείο(ν)
- τό1) ведомство, отдел министерства, во главе которого стоит заместитель министра; 2) компетенция заместителя министра
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υφυπουργείο — το, Ν 1. κεντρική δημόσια υπηρεσία που έχει επικεφαλής τον υφυπουργό και ασχολείται με έναν τομέα θεμάτων που υπάγονται σε ένα υπουργείο 2. (με περιλπτ. σημ.) το σύνολο τών πολιτικών και διοικητικών καθηκόντων τού υφυπουργού. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
υφυπουργείο — το 1. κεντρική δημόσια υπηρεσία ορισμένης δικαιοδοσίας, που διευθύνεται από υφυπουργό. 2. το σύνολο των πολιτικών και διοικητικών καθηκόντων που ασκεί ο υφυπουργός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)